- κομψολογώ
- (Α κομψολογώ, -έω) [κομψολόγος]μιλώ κομψά, με γλαφυρότητα, καλλιεπώ, εξωραΐζω τον λόγο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομψολεσχώ — κομψολεσχῶ, έω (Μ) μιλώ με κομψότητα, κομψολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + λεσχῶ (< λέσχης < λέσχη «συνομιλία, συζήτηση»), πρβλ. αδο λεσχώ] … Dictionary of Greek
κομψολογία — κομψολογία, ἡ (Α) [κομψολογώ] γλαφυρός, κομψός τρόπος ομιλίας, καλλιέπεια … Dictionary of Greek
κομψολόγημα — το κομψός λόγος, κόμψευμα, κομψολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ευστάθιο Α. Σίμο] … Dictionary of Greek